Όπως έγραψε και ο Γ.Ρίτσος…
“Άδικα περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες (όσοι πρόφτασαν κι απόχτησαν μια τέτοια, ή που δεν τους την έσπασαν), άδικα με κείνο τους το σκεύος για σπονδές ολότελα άδειο· — περιμένουν κάποιον να θυμηθεί μια πράξη τους, μέσα στις τόσες, κάποιον να προσφέρει όχι τροφές και στεφάνια, μόνον μια ματιά στα γυμνά μέλη τους, γιατί, τα βράδια, τώρα που μπαίνει η άνοιξη με τα πολλά πουλιά της και τα φύλλα, αβάσταχτη γίνεται η μοναξιά, τόσο που, απόψε, σεργιανώντας στο προαύλιο με μιαν ολόλευκη, περίσκεπτη πανσέληνο, ξάφνου ο Βαγγέλης αποτραβήχτηκε απ’ τη συντροφιά μας, στάθηκε κάτω απ’ τα δέντρα, κάτι ψιθύρισε σα δέηση μυστική, κι έβγαλε τα παπούτσια του (τα μόνα που του ’μεναν — τρύπια κι αυτά) και με μια κίνηση ντροπαλή τα κατάθεσε ευλαβικά σ’ έναν αόρατο τάφο — ίσως του Ορέστη ή της Ηλέκτρας.
Λέρος, 22.III.68″, Γιάννης Ρίτσος (Άδικα)